αιμοφιλικός

αιμοφιλικός
η , ό[ν] , αιμόφιλος, ος , ον страдающий гемофилией

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιμοφιλικός" в других словарях:

  • αιμοφιλικός — ή, ό [αιμοφιλία] 1. αυτός που πάσχει από αιμοφιλία 2. αυτός που αναφέρεται στην αιμοφιλία …   Dictionary of Greek

  • αιμόφιλος — η, ο 1. ο αιμοφιλικός*· [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophilus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φίλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»